- ἠεροδίνης
- ἠερο-δίνης [ῑ], εω, ὁ,A wheeling in mid air,
αἰετός AP9.223
([place name] Bianor).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἰετός AP9.223
([place name] Bianor).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηεροδίνης — ἠεροδίνης, εω, ὁ (Α) αυτός που περιφέρεται, που περιδινείται στον αέρα («ἠεροδίνης αἰετός»), Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευρυ δίνης, πυρι δίνης] … Dictionary of Greek
ἠεροδίνης — ἠεροδί̱νης , ἠεροδίνης wheeling in mid air masc/fem acc pl (attic epic doric) ἠεροδί̱νης , ἠεροδίνης wheeling in mid air masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἠεροδί̱νης , ἠεροδίνης wheeling in mid air masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ηεροδίνητος — ἠεροδίνητος, ον (Α) ηεροδίνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + δίνητος (< δινώ), πρβλ. αει δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek